- εφιππαζομαι
- ἐφιππάζομαιἐφ-ιππάζομαιездить верхом или плыть сидя верхом
(ἐπὴ δελφῖνος Luc.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ἐπὴ δελφῖνος Luc.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
εφιππάζομαι — ἐφιππάζομαι (Α) 1. εφορμώ έφιππος, επιτίθεμαι 2. ιππεύω 3. τρέχω έφιππος 4. (με αισχρή σημ.) αυτός που καβαλιέται, που πηδιέται («ἄνωθεν ἐπικειμένην ἤ ἐφιππαζομένην», Αρτεμίδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἱππάζομαι] … Dictionary of Greek
ἐφιππαζομένην — ἐφιππάζομαι ride a tilt at pres part mp fem acc sg (attic epic ionic) ἐφιππάζομαι ride a tilt at pres part mp fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφιππαζόμενος — ἐφιππάζομαι ride a tilt at pres part mp masc nom sg ἐφιππάζομαι ride a tilt at pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφιππάζεσθαι — ἐφιππάζομαι ride a tilt at pres inf mp ἐφιππάζομαι ride a tilt at pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφιππάσασθαι — ἐφιππάζομαι ride a tilt at aor inf mp ἐφιππάζομαι ride a tilt at aor inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)